-
1 φέρω
(αόρ. έφερα и έφερον, παθ. αόρ. (ε)φέρθηκα и εφέρθην) μετ.1) носить (одежду, украшения и т. п.);φέρ (την) στολή (τού) αξιωματικού1 — носить офицерскую форму;
φέρω όπλα — носить оружие;
2) перен. носить (имя и т. п.);φέρει το όνομα τού πάππου του — он носит имя своего деда;
φέρω επιγραφή — иметь надпись;
3) приносить; привозить;ποιός έφερε το γράμμα; кто принёс письмо?;να μού φέρεις την βαλίτσα — привези мой чемодан;
4) ввозить, импортировать;5) вести, приводить; направлять;πού φέρει αυτός ο δρόμος; — куда ведёт эта дорога?;
πού μας έφερες; куда ты нас привёл?;6) перен. приводить (в какое-л. состояние), доводить (до чего-л.);φέρ σε απόγνωση — доводить до отчаяния;
φέρω εις πέρας — доводить до конца, завершать;
7) приносить, давать (плоды — тж. перен.);φέρ αποτέλεσμα (κέρδος) — дать результат (выгоду);
8) вызывать, причинять;φέρω αηδία — вызывать отвращение;
φέρω πλήξη — вызывать скуку;
φέρω βλάβη — приносить вред;
φέρω πόνους — причинять боль;
φέρω όρεξη — возбуждать аппетит;
9) перен. приводить (пример и т. п.);φέρω αντίρρηση — приводить, выска- зывать возражения;
10) предлагать, представлять (на рассмотрение); вносить (предложение);§ φέρω (την) ευθύνη γιά... — нести ответственность за...;
(τό) φέρω βαρέως — тяжело переживать (что-л.); — быть глубоко задетым, обиженным;
τα φέρω δύσκολα — быть в нужде, в затруднении;
στη μνήμη μου — вызывать в памяти;σύρ' τα φέρ' τα хождение туда-сюда, взад-вперёд;βγω και φέρω — водить за нос;
την φέρω με τρόπο — начинать издалека;
φέρ' είπείν например;φέρε να ιδούμε — давай посмотрим;
ανθρώπων έκαστος δύο πήρας φέρει, την μεν εμπροσθεν, την δε όπισθεν — погов, чужие недостатки видней;
≈ в чужом глазу соринку замечаем, а у себя не видим и бревно;1) — вести себя; — держать себя; — поступать, обходиться (с кем-л.);φέρομαι
τρόπος τού φέρεσθαι — манера обращения, поведения;
μαθαίνω να φέρομαι — научиться вести себя;
φέρομαι πολύ άσχημα σε κάποιον — поступить скверно по отношению к кому-л., скверно обойтись с кем-л.;
2) идти, двигаться, направляться;πού φερόμαστε; куда мы идём?; 3) απρόσ. говорят, считают, что... -
2 βγαίνω
I (αόρ. (ε)βγήκα, μελλ. θα βγω и θαβγω) αμετ.1) выходить, отправляться; выбираться (разг);βγαίνω στο δρόμο — а) выбираться на дорогу; — б) выходить на улицу;
βγαίνω στο πέλαγος — выходить в (открытое) море/ βγαίν. από το λιμάνι — выходить из порта;
έβγα να πάρεις αέρα войди на свежий воздух;2) выбывать, выходить;βγαίνω απ' το παιγνίδι — выбывать из игры;
βγαίνω εκτός μάχης — выбыть из строя (о военных);
3) отрываться; отскакивать, отлетать (разг);μου βγήκε το τακούνι у меня отлетел каблук; 4) прям., перен. отклоняться, отходить;βγαίνω από το θέμα — отклоняться от темы;
βγαίνω από το δρόμο — сбиваться с дороги;
5) вытекать (о глазе);6) отходить, исчезать (о пятнах);ο λεκές δεν βγαίνει — пятно не отходит;
7) показываться, появляться; пробиваться (об усах); вылупливаться (о птенцах);δεν βγήκε ακόμα το φεγγάρι луна ещё не вышла; μου βγήκε μπροστά (или στη μέση) а) он вырос передо мной; б) он встал мне поперёк дороги; έβγα στο παραθύρι выгляни в окно; βγήκαν τα πεπόνια созрели дыни; 8) всходить, вставать (о солнце и т. п.); 9) выходить в свет, публиковаться, выпускаться; 10) пройти, распространиться (о слухе и т. п.); δεν βγήκε (ένας) λόγος γιά τέτοιο πράγμα ничего не слышно, не известно об этом; 11) выходить, выскакивать, вылетать (из головы и т. п.); μου βγήκε απ' το νου у меня выскочило из головы;δεν βγαίνει από το κεφάλι μου ( — или από το νού μου) — у меня не выходит из головы;
12) проходить, быть избранным;να ιδούμε ποιός θα βγει δήμαρχος посмотрим, кто стонет мэром; 13) выходить, получаться; оказываться; βγήκε καλό το παιδί του у него вырос хороший сын; θα βγει καλός μηχανικός из него выйдет хороший инженер; βγήκε καλό το πεπόνι дыня оказалась хорошей; δεν βγήκε τίποτε απ' или μ' αυτό из 5того ничего не вышло;απ' αυτό βγαίνει πώς... — отсюда вытекает, что...;
14) сходиться (о счёте);δεν βγαίνει ο λογαριασμός — счёт не сходится;
15) быть достаточным, хватать;βγαίνει το ΰφασμα γιά δυό φορεσιές — материала хватит на два платья;
16) линять, выцветать;αυτό το χρΦμα βγαίνει — эта краска линяет;
17) проходить, протекать (о времени);μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει — проходит месяц, проходит дру-
гой...;18) оканчивать (учебное заведение); από τί σχολειό βγήκες; ты какую школу окончил?; 19) вести (о дороге);πού βγαίνει αυτός ο δρόμος; — куда ведёт эта дорога?;
20) превосходить, брать верх, одолевать;δέντού βγαίνει κανείς στο τρέξιμο — он бегает лучше всех;
21) отпечатываться;δεν βγήκε καλή η φωτογραφία фотография получилась плохая; 22) бить ключом, выходить на поверхность (об источниках и т. п.); 23) раздавиться, слышаться (о звуке); 24) производиться, делаться; выращиваться;τό καλύτερο λάδι βγαίνει στην Κέρκυρα — самое лучшее оливковое масло производят на острове Корфу;
25) давать всходы; появляться (о растениях);26) осуществляться, сбываться; βγήκε το όνειρό μου сон сбылся; 27) входить в моду; 28) испражняться;§ βγαίνω λάδι — выходить сухим из воды;
βγαίνω από τη δυσκολία — выходить из затруднения;
βγαίνω στο κλαρί — уходить в партизаны;
βγαίνω στα πανιά — отплывать;
βγαίνω στ' ανοιχτά — выходить в открытое море;
βγαίνω απ' τα όρια — выходить из границ;
βγαίνω από τα συλλοϊκά μου — сходить с ума;
αυτό μού βγήκε ξινό (или απ' τη μύτη) это мне боком вышло, это мне дорого обошлось;του βγήκε το μάτι а) он лишился глаза; б) у него глаза чуть не лопнули от зависти; μου βγήκε σε καλό (σε κακό) это пошло мне на пользу (во вред);βγαίνει σε καλό (σε κακό) — иметь хороший (плохой) исход;
ό, τι βγεί ας βγει будь что будет;θα βγεις με κόκκινα τσαρούχια обдерут как липку; κάλλιο να σού βγεί το μάτι παρά τ' όνομα посл, береги честь пуще глаза (своего);βγαίνει ότι... — итак..., выходит, что...;
καί τι βγαίνει; — что ж из этого?
βγαίνω2II см. βγάζω
См. также в других словарях:
σφυρίζω — και σφυρώ και ως ασυναίρ. σφυράω Ν 1. εκβάλλω οξύ, διαπεραστικό ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή με τα δάχτυλα στο στόμα ή με ένα κατάλληλο όργανο, συρίζω 2. ειδοποιώ, ανακοινώνω, δίνω σύνθημα με σφύριγμα (α. «όταν περνάς έξω από το σπίτι μου … Dictionary of Greek
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
Πετιμεζάς ή Πετμεζάς — Επώνυμο ιστορικής οικογένειας από τα Καλάβρυτα, όπου εγκαταστάθηκαν κατά μέσα του 18ου αι. προερχόμενοι από την Ήπειρο. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στους απελευθερωτικούς αγώνες. 1. Αθανάσιος (1760 – 1804). Επικεφαλής του αρματολικιού… … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
φοβούμαι — φοβοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και φοβάμαι Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, έω, Α 1. διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, αντιμετωπίζω με φόβο κάποιον ή κάτι (α. «φοβάται τον πατέρα του» β. «φοβάμαι τη μοναξιά» γ. «φοβάμαι να βγω έξω με τέτοια… … Dictionary of Greek
σφηνώνω — σφήνωσα, σφηνώθηκα, σφηνωμένος 1. στερεώνω με σφήνα: Σφήνωσε το δοκάρι για να μην κουνιέται. 2. βάζω σφιχτά κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή ανάμεσα σε δύο πράγματα: Σφηνώθηκε στην τρύπα ο ποντικός και δεν μπορεί να βγει. 3. αμτβ., κλείνω σφιχτά, μπαίνω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen … Deutsch Wikipedia
βραχώνω — [βράχος] 1. (για το έδαφος) γίνομαι τραχύς, σκληραίνω 2. (και βραχώνομαι) (για γίδια συνήθως) ανεβαίνω σε βραχώδη γκρεμό, αποκλείομαι και δεν μπορώ να βγώ … Dictionary of Greek
μπερδεμός — ο [μπερδεύω] μπέρδεμα («και πάσκω και ξετρέχω να βγω από τέτοιο μπερδεμό», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
περιίστημι — ΝΜΑ (μέσ. μόνον στην οριστ. αορ.) περιέστην περιπίπτω περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ (α. «περιέστη σε αδιέξοδο» β. «τὰ πράγματα εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη» σ αυτό το σημείο που έχουν φτάσει τώρα τα πράγματα, Δημοσθ.) μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
αναφορά — η 1. προφορική ή γραπτή έκθεση κατώτερου σε ανώτερο: Έκαμα την αναφορά μου για όσα έγιναν. 2. γραπτή έκθεση ιδιώτη σε δημόσια αρχή: Για όλα αυτά τα στραβά έκαμα αναφορά στη Νομαρχία. 3. η καθημερινή ανακοίνωση στο διοικητή στρατιωτικής μονάδας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)